Cloven Hoof

Posted by universechild On Nov 23, 2012 0 comments


Αν υπάρχει μια λίστα με τις πρώτες μπάντες που έρχονται σαν συνειρμός όταν ακούσεις Νιουόμπχμ (δεν είναι δικό μας, έτσι πρόφερε ο Bruce Dickinson το NWOBHM σαν "λέξη" σε ντοκιμαντέρ του BBC για το metal), όπως επίσης και μπάντες συνώνυμες του cult, είναι οι διχαλωτές οπλές, δηλαδή οι Cloven Hoof.

Όπως και άλλοι, η μπάντα γεννήθηκε στα τέλη των 70s, και συγκεκριμένα το 1979. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους κατά την πρώτη τους περίοδο είναι το, ίσως και λίγο εμπνευσμένο από τους KISS, αρκετά θεατρικό image, αλλά σε πιο παγανιστικό και λιγότερο sci-fi/κόμικ ύφος, όπως και και τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσαν, παρμένα από τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Το γνωστό τους line-up από εκείνη την περίοδο είναι οι Lee Payne ("Αέρας", μπάσο, όπως και το μόνο ιδρυτικό μέλος της μπάντας που ήταν παρών σε όλα τα line-up), Kevin Pountney ("Γη", τύμπανα), Steve Rounds ("Φωτιά", κιθάρες) και David Potter ("Νερό", φωνή), το οποίο και ηχογράφησε τα κλασικά Opening Ritual EP (1982) και Cloven Hoof (1984), όπως και το πετυχημένο demo του '82. Η σύνθεση αυτή δεν κράτησε πολύ καθώς ο David Potter έφυγε από τη μπάντα, αλλά δυστυχώς με τον αντικαταστάτη του, Rob Kendrick, ηχογράφησαν μόνο το ζωντανό δίσκο (με το "ποιον θυμίζει άραγε" εξώφυλλο) Fighting Back (1986), πριν διαλυθούν.

Το 1988 ο Lee Payne ξεκίνησε πάλι από την αρχή με το όνομα Cloven Hoof και εντελώς νέα σύνθεση για μια νέα, πολύ δημιουργική, αλλά σύντομη, περίοδο. Οι δίσκοι Dominator (1988) και A Sultan's Ransom (1989) που κυκλοφόρησε με τους Russ North (φωνητικά), Andy Wood (κιθάρες) και Jon Brown (τύμπανα) είναι πολύ καλοί, αλλά λόγω προβλημάτων με το συμβόλαιο η μπάντα διαλύθηκε οριστικά, και το όνομα Cloven Hoof θα ανήκε μόνο στο μύθο για πάνω από δεκαετία.


Μια νέα προσπάθεια για μια πολυπόθητη επαναδραστηριοποίηση των Cloven Hoof άρχισε το 2001 όταν ο Lee Payne επικοινώνησε ξανά με τον Andy Wood, αλλά δυστυχώς κανένα από τα παλαιότερα μέλη δεν έδειξε ενδιαφέρον. Έτσι ο Lee Payne, στην ουσία μόνος, με την συνδρομή κάποιων session μουσικών στο στούντιο, ηχογράφησε και κυκλοφόρησε το 2006 το πολύ καλό Eye of the Sun, το οποίο είχε φυσικά θερμή υποδοχή.

Την επιτυχία της κυκλοφορίας ακολούθησε η επιστροφή του Russ North στη μπάντα, όπως αργότερα και του Jon Brown. Οι καινούριοι Cloven Hoof συμπληρώθηκαν με τους κιθαρίστες Mick Powell (ο οποίος θα ήταν παραλίγο με την μπάντα και στις αρχές των 80s) και Ben Read. Κυκλοφόρησαν μια συλλογή με επανηχογραφήσεις κλασικών κομματιών με τίτλο The Definitive Part One (2008).

Μέχρι την κυκλοφορία του Throne of Damnation (2010), ο North είχε πάλι φύγει και ο δίσκος ηχογραφήθηκε με τον Matt Moreton. Κυκλόφόρησε παράλληλα και ένα DVD με τίτλο A Sultan's Ransom - Video Archive το οποίο περιείχε μια εμφάνιση από το 1989, μαζί με κάποια μουσικά βίντεο. Παίζοντας το ρόλο του παλινδρομικού, ο North επανήλθε, για να ξαναφύγει και να ξανάρθει, μέχρι που ξαναέφυγε (οριστικά;) τον Ιούλιο του 2012.

Όπως και να χει όμως η τωρινή κατάσταση της μπάντας με τα προβλήματα στο line-up και τις διάφορες μαλακίες που έχουν ακουστεί τελευταία σε (anti)social media μετά από σχετικά με πρόσφατες εμφανίσεις, η παρουσία και οι δημιουργίες τους είναι μέρος της Legacy, ας πούμε, του κλασικού heavy metal.

Δισκογραφία
  • 1982 - Demo
  • 1982 - The Opening Ritual EP
  • 1984 - Cloven Hoof LP
  • 1986 - Fighting Back (Live)
  • 1988 - Dominator LP
  • 1989 - A Sultan's Ransom LP
  • 2010 - Throne of Damnation EP

Rock Star

Posted by universechild On Nov 17, 2012 0 comments


Μια ενδιαφέρουσα τοποθεσία του ίντερνετ, για όποιον θέλει να χαζέψει με τις ώρες, είναι το tvtropes.org, μια αντι-εγκυκλοπαίδεια με αρκετά χαλαρό και διασκεδαστικό τρόπο γραφής που ασχολείται με τα tropes σε ολόκληρο το φάσμα της τέχνης και της ψυχαγωγίας. Ο τίτλος είναι λίγο παραπλανητικός καθώς η "TV" είναι μόνο ένα μικρό μέρος του site. Η ρίζα της λέξης trope είναι προφανής στην ελληνική "τρόπος", και μπορείς να πεις πως τα λεγόμενα tropes είναι τόσο οι διάφοροι "τρόποι" με τους οποίους δημιουργούνται τα έργα (από λογοτεχνία μέχρι κινηματογράφο και μουσική), όσο και οι "τρόποι" με τους οποίους τα αντιλαμβάνονται οι παραλήπτες τους (δηλαδή εμείς). Η χρήση της λέξης είναι μερικές φορές συγγενική με το "κλισέ", αλλά τα tropes δεν είναι κλισέ. Μπορείς να πεις πως τα κλισέ είναι υπερ-χρησιμοποιημένα, αποδομημένα και κουρασμένα tropes.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα tropes λοιπόν είναι το "Misaimed Fandom". Όλοι "πιάνουμε" τι σημαίνει, αλλά δύσκολο να μεταφραστεί ακριβώς στα ελληνικά. Misaimed Fandom είναι π.χ. να πάρεις τη μπάντα Spinal Tap στα σοβαρά.

Misaimed Fandom είναι ως ένα βαθμό και η συμπάθεια των rockers για το Rock Star, μια από τις πιο αντι-rock ταινίες της τελευταίας δεκαετίας (πέρασαν κιόλας 10 χρόνια;), και η οποία μάλιστα κυκλοφόρησε μόλις είχε περάσει η "μαύρη" για το heavy metal περίοδος των 90s, όπου η μουσική αυτή ήταν σε σχεδόν καθεστώς εξορίας και η λέξη "heavy metal" στα mainstream ακροατήρια συμπυκνωνόταν τους Metallica, στους groovy και rap ρυθμούς με συνοδεία από παραμορφωμένες κιθάρες, και στο industrial.

Το κύμα του grunge στις αρχές της δεκαετίας εκείνης άγγιξε ακόμη και τα μεγαθήρια που γέμιζαν γήπεδα - κάποιοι διαλύθηκαν, άλλοι προσπάθησαν να "ωριμάσουν" (αγαπημένη έκφραση τότε) και να παίξουν industrial ή soft rock, και άλλοι έγιναν σκιές του εαυτού τους με σημαντικές αποχωρήσεις μελών και "πεσμένα" γκάζια. Ας μη παραλείψουμε και τους αμέτρητους "μικρομεσαίους" που δεν άντεξαν τον όλεθρο από το Seattle - άλλοι διαλύθηκαν, άλλοι επέμεναν σταθερά σε ένα καθαρά underground ή σχεδόν "συνοικιακό" επίπεδο, άλλοι έγιναν cult.

Όπως αποδείχτηκε, το blitzkrieg του Seattle ήταν ίσως ένα αναγκαίο reality check για το metal, όπου αρκετοί από τους πιο εμπορικούς "αντιπροσώπους" του είχαν ξεχάσει το τρίτο σκέλος του "Sex drugs & rock'n'roll" και είχαν ξεπεράσει τα όρια της υπερβολής. Η μουσική αυτή όμως, παρά τα χτυπήματα, δεν πέθανε ποτέ και συνέχισε να εμπλουτίζεται και να μεταλ-άσσεται, χωρίς όμως να ξεχνά τις ρίζες και τον κλασικό ήχο της. Όπως κάθε τι κλασικό, παραμένει επίκαιρο για όσους είναι έτοιμοι να το γνωρίσουν και να το ανακαλύψουν και "it ages like wine" όπως λένε. Αυτό που θα πούμε είναι πολύ κλισέ, αλλά το βλέπεις όταν βλέπεις συνέχεια πολύ νεαρούς να δημιουργούν μπάντες με ήχο NWOBHM ή thrash "παλιάς σχολής", ή άτομα που δεν είχαν γεννηθεί όταν οι Sabbath έκαναν reunion με τον Dio να ψάχνουν να βρουν τα βινύλια. Ναι, τα βινύλια.

Ξεφύγαμε και κοντεύουμε να γράψουμε έναν πανηγυρικό, αλλά είμαστε ακόμη στο θέμα. Ο τίτλος είναι "Rock Star" και λέγαμε για misaimed fandom. Το Rock Star είναι γεμάτο με πράγματα που δεν μπορεί να μη λατρέψει κάποιος. Κατ'αρχήν, τι λένε τα τραγούδια των Steel Dragon; Γαμάνε, άσχετα αν δεν τραγουδάει στην πραγματικότητα ο Mark Wahlberg. Τι λέει η σύνθεση της φανταστικής αυτής "μπάντας"; Όταν έχεις τον πολύ Zakk Wylde στην κιθάρα, τον γιο του John Bonham, Jason, στα τύμπανα και τον Jeff Pilson των Dokken και των Foreigner στο μπάσο, περισσότερες εγγυήσεις αυθεντικότητας δεν χρειάζονται. Συμπληρώνονται από καλούς ηθοποιούς όπως ο Dominic West (The Wire, 300, Punisher: War Zone) στο ρόλο του βασικού κιθαρίστα, τον οποίο επιτέλους ακούμε λίγο με την μητρική του, μεταλλάδικη προφορά (δεν νομίζω να χρειάζεται εξήγηση το "μεταλλάδικη προφορά"). Η περούκα δε που φοράει τον κάνει να μοιάζει με τον Λουδοβίκο Νο. 14, κάτι που χαρακτηρίζει την κόμμωση αρκετών "hair metallers" των 80s.

Όπως είναι γνωστό, το βασικό σενάριο είναι εμνευσμένο από την ιστορία του Tim "Ripper" Owens, ο οποίος έγινε τραγουδιστής των Judas Priest προτού η μπάντα κάνει το reunion με τον Rob Halford. Ο Mark Wahlberg υποδύεται τον Chris Cole, ένα νεαρό μεταλλά που τη μέρα δουλεύει σε φωτοτυπάδικο και τα βράδια παίζει στους Blood Pollution, οι οποίοι είναι tribute μπάντα στο απόλυτο είδωλο του, τους Steel Dragon (μια επινοημένη για τη ταινία μπάντα η οποία βασίζεται στους Steel Heart). Είναι προφανές πως το όνειρο της ζωής του είναι να τραγουδήσει στους Steel Dragon, κάτι αναπόφευκτο με βάση τους νόμους του χολιγουντιανού σύμπαντος, όπως αναπόφευκτο επίσης και το ότι μετά από το όνειρο θα ξυπνήσει με hangover και θα επιστρέψει με δική του επιλογή ξανά εκεί από όπου ξεκίνησε, έχοντας όμως γίνει "ωριμότερος" και "σοφότερος". Το κλασικό ταξίδι του ήρωα δηλαδή, απλά στο τέλος ο ήρωας εγκαταλείπει το metal, κοντύνει το μαλλί, φοράει καρό και παίζει grunge.

Βέβαια, αυτό είναι μια καθαρά προσωπική ανάγνωση της ταινίας που ενδεχομένως δεν υπήρχε καθόλου στις προθέσεις των κινηματογραφιστών. Άλλωστε, στον αληθινό κόσμο, αρκετοί άνθρωποι όταν φτάσουν σε μια συγκεκριμένη ηλικία, άλλοι στα 18, στα 20 ή στα 25 έρχονται σε "βίαιη" ρήξη με το παρελθόν τους. Η ρήξη αυτή πολλές φορές αποδεικνύεται προσωρινή, καθώς έρχονται μετά από χρόνια να το ανακαλύψουν και να το αγαπήσουν ξανά εκ νέου με μια πιο ώριμη, ενήλικη ματιά, και να εντάξουν ξανά ένα κομμάτι του στο παρόν τους. 

Βέβαια κάποιοι φεύγουν και δεν κοιτάζουν ποτέ πίσω (θεωρώντας πως το να κοιτάξεις πίσω είναι πισωγύρισμα), αυτοί όμως αποδεικνύουν πως είναι αληθινή η άποψη πως "το metal είναι και καταφύγιο των λάκηδων", και πως η προσωρινή σχέση τους με τη μουσική αυτή ήταν περισσότερο ορμονική παρά ουσιαστική.

 

Όπως είπαμε η ταινία έχει πολλά να λατρέψεις. Η ταινία είναι γεμάτη με αναφορές σε αληθινά rock συμβάντα ή μύθους (τα πιο προφανή: ο "διάολος" των Iron Maiden, η τηλεόραση που πέφτει από το παράθυρο κτλ) και φαίνεται πως στη συγγραφή του σεναρίου συμμετείχαν κάποιοι που "τα ξέρουν". Η μπάντα είναι μεν μυθοπλαστική επινόηση, δηλαδή "ψεύτικη", αλλά οι μουσικοί στη σύνθεσή της και τα κομμάτια της μόνο ψεύτικα δεν είναι, και το soundtrack πολύ δυνατό.

Αλλά, για τους λόγους που αναφέραμε, είναι δύσκολο και να μην κρατήσεις τη ταινία και το "μήνυμα" της, τουλάχιστον όπως το αντιλήφθηκα, σε "απόσταση χεριού". Το Spinal Tap ήταν μια κωμωδία που αγαπούσε το rock, το Rock Star είναι δραματική ταινία που δεν ξέρει αν πρέπει να το αγαπάει ή όχι.

Chateaux

Posted by universechild On Nov 9, 2012 1 comments


Ο κυριότερος λόγος που οι Chateaux είναι γνωστοί, μέσα στο πλήθος των συγκροτημάτων του NWOBHM που είχαν σύντομη καριέρα, είναι πως ήταν από τις πρώτες μπάντες του Steve Grimmett, πριν γίνει αργότερα γνωστός με τους Grim Reaper. Πέρα από αυτό όμως, οι δίσκοι τους είναι αξιόλογοι και αξίζουν μια εξερεύνηση.

Δημιουργήθηκαν το 1981 με το όνομα Stealer από τους Tim Broughton (κιθάρες), Alex Houston (μπάσο) και Andre Baylis (τύμπανα) αλλά προφανώς υπήρχε κάποια συνωνυμία και αναγκάστηκαν να το αλλάξουν όταν μια από τις ανεξάρτητες εταιρίες που κινούνταν τότε στο χώρο του metal, η Ebony Records, τους επέλεξε για ένα compilation με πρωτοεμφανιζόμενες μπάντες. Έτσι η πρώτη δισκογραφική τους παρουσία με το Young Blood στη συλλογή Metal Maineaxe (1982) ήταν ως Chateaux. Τώρα βέβαια πως από Stealer κατέληξαν στη γαλλική λέξη για το κάστρο/έπαυλη, μόνο αυτοί το γνωρίζουν.

Αρχικά χρέη τραγουδιστή είχε αναλάβει ο μπασίστας Alex Houston, και με τη δική του φωνή εμφανίστηκαν στο πρώτο τους single Young Blood / Fight to the Last 7", το οποίο έτυχε θετικών κριτικών από την βίβλο του rock της εποχής, το περιοδικό Kerrang.

Τα πράγματα έδειξαν να πηγαίνουν ακόμα καλύτερα όταν ένα χρόνο αργότερα στο full-length ντεμπούτο τους συμμετείχε μια από τις καλύτερες φωνές του Βρεταννικού μέταλλου της εποχής, ο Steve Grimmett (ο οποίος βέβαια από τότε ήταν παράλληλα τραγουδιστής και στους Grim Reaper). Το Chained and Desperate (1983) είναι αντικειμενικά ένας από τους πιο δυνατούς πρώτους δίσκους του είδους και έκανε αρκετούς τότε να πιστέψουν πως η μπάντα ήταν έτοιμη να κοιτάξει κατάματα αρκετά πιο φτασμένα ονόματα της εποχής, όπως τους Saxon. Για κάποια όμως αδιευκρίνιστα (και ίσως αψυχολόγητα) αίτια οι Chateaux επέμεναν πως η συμμετοχή του Grimmett ήταν guest, τη στιγμή που η φωνή του ήταν βασικός λόγος που πολλοί πρόσεξαν το άλμπουμ, και επίσης σημειωτέον, ήταν επίσης το ντεμπούτο του Grimmet σε δίσκο (οι Grim Reaper δεν είχαν βγάλει ακόμα full length). Από την άλλη, κάποιοι μεταγενέστεροι connoiseurs του NWOBHM επιμένουν πως η συμβολή του Grimmet στο δίσκο όχι μόνο δεν ήταν guest ή εξαντλούνταν στα φωνητικά, αλλά έφτανε μέχρι το στούντιο και ήταν καταλυτική στο τελικό αποτέλεσμα. Γεγονός είναι πως παραμένει ο καλύτερος δίσκος τους.


Δεν είναι ποτέ καλό σημάδι όταν στο διάστημα από τον πρώτο μέχρι τον δεύτερο δίσκο έχει μείνει μόνο ένα μέλος από την αρχική σύνθεση μιας μπάντας (με εξαίρεση συγκροτήματα που είναι ουσιαστικά προσωπικό project ενός μουσικού), και αυτό ακριβώς συνέβη και με τους Chateaux. Ο μόνος που έμεινε ήταν ο Broughton, ο οποίος επίσης δήλωνε πως το Chained and Desperate δεν ήταν αντιπροσωπευτικό αυτού που ο ίδιος θεωρούσε ως μουσική κατεύθυνση των Chateaux. Αλλαγή ύφους, αλλαγή αισθητικής (δες τα εξώφυλλα) και το Fire Power (1984), το οποίο ηχογραφήθηκε με τους Krys Mason (μπάσο, φωνητικά) και Chris Dadson (τύμπανα), είχε λίγη σχέση με το πρώτο άλμπουμ. Η υποδοχή από τους κριτικούς δεν ήταν εξίσου καλή, αυτό όμως πρέπει να είχε πιο πολύ σχέση με την διαφορετικότητα του και κάποιες αναπόφευκτες συγκρίσεις με το άψογο ντεμπούτο (μιλάμε στην ουσία για άλλη μπάντα) παρά με την ποιότητα του σαν δίσκο. Επίσης, πολύ απλά, ο Mason δεν είναι Grimmett.

Το Highly Strung (1985) συνέχιζε σε παρόμοιο ύφος, αλλά έμελλε να είναι ο τελευταίος τους δίσκος. Ίσως φταίει και το γεγονός ότι η μπάντα δυστυχώς δεν κατάφερε να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει κάθε metal μπάντα που σέβεται τον εαυτό της και θέλει να κερδίσει ακροατές: περιοδείες. Λίγο μετά διαλύθηκαν.

Το 2003 κυκλοφόρησε μια ανθολογία που περιελάμβανε όλο το γνωστό υλικό τους, δηλ. το 7" ντεμπούτο τους και τους τρεις δίσκους τους, και είναι η μόνη κυκλοφορία που χρειάζεται όποιος θέλει τους δίσκους τους χωρίς να είναι συλλέκτης αυθεντικών βινυλίων.

Δισκογραφία
  • 1981 - Young Blood / Fight to the Last 7"
  • 1982 - Chained and Desperate LP
  • 1984 - Fire Power LP
  • 1985 - Highly Strung LP
  • 2003 - Fight to the Last: Anthology (2-CD)

Vardis

Posted by universechild On Nov 3, 2012 5 comments


Πάμε λίγο (ξανά) στα προσφιλή, αλλά ποτέ τόσο γνώριμα όσο θα θέλαμε, λημέρια του NWOBHM (τα οποία θα είναι για πάντα χρυσωρυχείο) και στους Vardis.

Δημιουργήθηκαν το 1977 από τον Steve Zodiac (κιθάρα, φωνή) στο Wakefield του δυτικού Yorkshire μαζί με τους Alan Selway (μπάσο) και Gary Pearson (τύμπανα), και αρχικά λεγόταν Quo Vardis (από το Quo Vadis, όσοι έχουν διαβάσει Αστερίξ ξέρουν τι σημαίνει!) Στην πορεία στη θέση του μπάσου ο Selway αντικαταστάθηκε από τον Terry Horbury (Dirty Tricks).

Η μπάντα, έχοντας στο μεταξύ συντομέυσει το όνομά της σε Vardis, άρχισε να χτίζει τον μύθο της με πολύ ενεργητικά live (σύμφωνα με όσους τους έχουν δει, ο Zodiac ήταν γεννημένος performer), αλλά και με τον πρωτότυπο ήχο τους που συνδύαζε την αγάπη τους για το Rock n' Roll, το Glam Rock των 70s και το Heavy Metal. Ονόματα όπως οι Alice Cooper, T-Rex, The Faces, Chuck Berry και Hawkwind συνυπήρχαν στις επιρροές τους.

Το 1979 κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο EP τους με τίτλο 100 MPH, το οποίο είχε την πρωτοτυπία πως αποτελούνταν αποκλειστικά από ζωντανές ηχογραφήσεις ("Χωρίς Overdubs!" διαφήμιζε και το εξώφυλλο). Λίγο αργότερα, το 1980, το κυκλοφόρησαν ως full-length με ακριβώς τον ίδιο τίτλο και περιεχόμενο, μαζί με κάποια single που είχαν κυκλοφορήσει στο μεσοδιάστημα, τα If I Were King και Let's Go. Ο δίσκος θεωρείται από τα καλύτερα ντεμπούτα εκείνης της εποχής, και η αναγνώριση που έτυχε από την τότε σκηνή έβαλε τη μπάντα μαζί με ονόματα όπως Motorhead, Riot και Ozzy Osbourne στο Heavy Metal Holocaust φεστιβάλ το 1981.

Το εξίσου δυνατό The World's Insane (1981) είχε την πρωτοτυπία πως περιείχε ήχους από αυθεντικές γκαϊντες (στο Police Patrol), πολλά-πολλά χρόνια πριν το κάνουν οι Grave Digger στο Tunes of War, όπως και μια πολύ καλή διασκευή στο Silver Machine των Hawkwind.


Τελευταίες κυκλοφορίες της σχετικά σύντομης πορείας τους ήταν το Quo Vardis (1982), The Lion's Share (1983) και Vigilante (1986). Η μπάντα διαλύθηκε οριστικά στα μέσα των 80s λόγω εντάσεων, κατα τα λεγόμενα, του Steve Zodiac με την μουσική βιομηχανία (γνωρίζοντας πόσο μαλάκες ήταν πάντα οι τελευταίοι, ποιος να είχε δίκιο άραγε). Παρά της "cult" όμως φύσης τους, καθώς οι Vardis παραμένουν μπάντα για σχετικά λίγους, ο μύθος τους δεν έσβησε ποτέ και θεωρούνται από τις πιο επιδραστικές μπάντες της εποχής.  Δεν μπορείς να μη σκεφτείς πως μια ακόμη μπάντα σταμάτησε, χωρίς να έχει φτάσει σχεδόν στη μέση όσων θα μπορούσε να κάνει.

Έκτοτε έχουν κυκλοφορήσει μόνο δύο compilation CD που περιέχουν αρκετό από το υλικό τους (The Best of Vardis - 1997 και The World's Gone Mad: Best of Vardis - 2002).

Μετά την διάλυση της μπάντας ο Steve Zodiac άφησε τη σκηνή πίσω του και ασχολήθηκε ως επαγγελματίας ήχου με την παραγωγή και το θέατρο.

Δισκογραφία (αποσπασματική, μόνο full length)
  • 1979 - 100 M.P.H. EP
  • 1980 - 100 M.P.H. LP
  • 1981 - The World's Insane LP
  • 1982 - Quo Vardis LP
  • 1983 - The Lion's Share
  • 1986 - Vigilante EP
  • 1997 - The Best of Quo Vardis CD
  • 2002 - The World's Gone Mad: The Best of Quo Vardis CD